χέρνιβος

χέρνιβος

χέρνιβος, ὁ, = Vorigem, Ael. H. A. 10, 50, zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χέρνιβος — χέρνιψ water for washing the hands fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

  • χερνίπτομαι — και ενεργ. τ. χερνίπτω Α 1. νίπτω, πλένω τα χέρια μου με ιερό νερό πριν από θυσία («εἰσῆλθεν εἰς τὸ Ἐλευσίνιον, ἐχερνίψατο ἐκ τῆς ἱερᾱς χέρνιβος», Λυσ.) 2. ραντίζω με ιερό νερό, εξαγνίζω 3. (το ενεργ.) θυσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τ. ο οποίος έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”