- χάλκευμα
χάλκευμα, τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Geräth; Fessel, δυςλύτοις χαλκεύμασι προςπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν ϑήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλκευμα, τό, jedes aus Erz oder Kupfer gearbeitete, geschmiedete Geräth; Fessel, δυςλύτοις χαλκεύμασι προςπασσαλεύσω Aesch. Prom. 19; νεκρὸν ϑήσω, ποδώκει περιβαλὼν χαλκεύματι Ch. 569.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλκευμα — το, ΝΑ [χαλκεύω] καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία αρχ. στον πληθ. τὰ χαλκεύματα δεσμά από χαλκό … Dictionary of Greek
χάλκευμα — το, ατος 1. χάλκωμα. 2. ψευδολογία, συκοφαντία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλκεύμασι — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύμασιν — χάλκευμα anything made of brass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύματι — χάλκευμα anything made of brass neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεύματος — χάλκευμα anything made of brass neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)