- χάλκ-ασπις
χάλκ-ασπις, ιδος, mit ehernem Schilde; Ἄρης Pind. I. 6, 25; πρόγονοι Ol. 9, 58, vgl. P. 9, 1 u. Eur. I. A. 764; ἀνήρ Soph. Phil. 716, Herakles; auch in Prosa, Pol. 2, 66, 5. 4, 67, 6 Plut. Aem. Paull. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλκ-ασπις, ιδος, mit ehernem Schilde; Ἄρης Pind. I. 6, 25; πρόγονοι Ol. 9, 58, vgl. P. 9, 1 u. Eur. I. A. 764; ἀνήρ Soph. Phil. 716, Herakles; auch in Prosa, Pol. 2, 66, 5. 4, 67, 6 Plut. Aem. Paull. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινίκασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει ασπίδα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + ασπις (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. μίκρ ασπις, χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek
χρύσασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες σώμα ασπιδοφόρων τού μακεδονικού στρατού αρχ. οπλισμένος με χρυσή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ασπίς (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek
χάλκασπις — άσπιδος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.) 2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.) 3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες σώμα τού μακεδονικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek