- χάλις
χάλις, ιος, ὁ, reiner, ungemischter Wein, E. M. ὁ ἄκρατος οἶνος; vgl. Hipponax bei Schol. Lycophr. 579. Auch Beiw. des Bacchus. – Vielleicht von χαλάω, wie λυαῖος von λύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλις, ιος, ὁ, reiner, ungemischter Wein, E. M. ὁ ἄκρατος οἶνος; vgl. Hipponax bei Schol. Lycophr. 579. Auch Beiw. des Bacchus. – Vielleicht von χαλάω, wie λυαῖος von λύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χάλις — ιος, ὁ, ΜΑ 1. άκρατος οίνος, ανέρωτο κρασί («ὀλίγα φρονοῡσιν οἱ χάλιν πεπωκότες», Ιππών.) αρχ. χαλίφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που απαντά στην ιων., ενώ αργότερα επιβίωσε μόνο ως ποιητ. τ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από… … Dictionary of Greek
χάλις — χάλῑς , χάλις neat wine masc acc pl (epic doric ionic aeolic) χάλις neat wine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλει — χάλις neat wine masc nom/voc/acc dual (attic epic) χάλεϊ , χάλις neat wine masc dat sg (epic) χάλις neat wine masc dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλεσι — χάλις neat wine masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλης — χάλις neat wine masc nom/voc pl (doric aeolic) χαλάω Aër. imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλιν — χάλις neat wine masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλιος — χάλις neat wine masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… … Wikipedia
шалить — ю, шалеть, ею беситься, сходить с ума , шаль ж., род. п. и шалость, резвость, бешенство , шалый, укр. шалiти сходить с ума , шалений сумасшедший , шалатися шляться , блр. шалець беситься , шалiць шалить , русск. цслав. шале{}нъ furens , болг.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ακροχάλιξ — ἀκροχάλιξ ( ικος), ο, η (AM) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μέτριας μέθης, ελαφρά μεθυσμένος, ο ακροθώραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ουσ. χάλις «άκρατος οίνος» το ληκτικό ξ πιθ. να οφείλεται σε επίδραση τών συνώνυμων λ. ἀκροθώραξ, οἰνόφλυξ] … Dictionary of Greek
χαλίδιον — τὸ, Α πινακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί με παραφθορά από τη γλώσσα τού Ησύχ. χαλκοῦν πινάκιον Ἀθηναῖοι εἶχον ἕκαστος πινάκιον πύξινον ἐπιγεγραμμένον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ενώ, κατ άλλους, πρόκειται για υποκορ. ενός… … Dictionary of Greek