χάλασμα

χάλασμα

χάλασμα, τό, Abspannung, Erschlaffung, Verrenkung, Sp.; Pol. vrbdt es mit διάστασις ἀλλήλων, 18, 13, 8; Luc. Asin. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χάλασμα — slackened condition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… …   Dictionary of Greek

  • χάλασμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαλνώ, καταστροφή, φθορά. 2. ερείπιο: Παρακολουθούσε την κίνηση κρυμμένος μέσα στο χάλασμα. 3. γκρέμισμα. 4. χειροτέρευση. 5. διακόρευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλασμάτων — χάλασμα slackened condition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσμασι — χάλασμα slackened condition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσμασιν — χάλασμα slackened condition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσματα — χάλασμα slackened condition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσματι — χάλασμα slackened condition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλάσματος — χάλασμα slackened condition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση …   Dictionary of Greek

  • ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”