χοΐδιον, τό, att. zsgzgn χοίδιον, dim. von χοῠς, Lob. Phryn. 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοΐδιον — τὸ, Α [χοῡς (Ι)] (πιθ. εσφ. γρφ αντί χοαῑον) υποκορ. τού χοῡς* (Ι) («κατεσκεύασαν χοΐδια τὸ μέγεθος, λεπτὰ ταῑς κατασκευαῑς διαφερόντως», Λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
χοίδια — χοίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)