χλῆδος — slime masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλήδος — και χληδός, ὁ, Α λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο… … Dictionary of Greek
χλῆδον — χλῆδος slime masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλέος — ὁ, Α χλῆδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλῆδος] … Dictionary of Greek
глень — ж. влага, сок , диал., русск. цслав. глѣнъ φλέγμα слизь; вязкая жидкость , словен. glė̑n м. слизь, ил; понос у скота , чеш. hlen. слизь , слвц. hlien, польск. glan (стар. также glon) осадок, слизь , в. луж. hlen слизь, ил . Связано чередованием… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σπληδός — ἡ, Α σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τους τ. σποδός «τέφρα, στάχτη» και χλῆδος «συρφετός, φρυγανώδη χώματα, αποκαθάρματα». Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση τής λ. με το λατ.… … Dictionary of Greek
χλευδόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «χύδην, σωρηδόν, πληθύοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτη παραμένει η σύνδεση τού τ. με τη λ. χλῆδος* «σωρός λίθων»] … Dictionary of Greek