χλῆδος

χλῆδος

χλῆδος, , auch χληδός betont, Schlamm, Gemülm, Unrath, Schutt, bes. die Unreinigkeiten, die ein reißender Strom mit sich führt, oder die ausgekehrt werden; Aesch. frg. 14; τὸν χλῆδον ἐμβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν Dem. 55, 22. 27, v. l. χλίδον, vgl. B. A. 315.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χλῆδος — slime masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλήδος — και χληδός, ὁ, Α λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο… …   Dictionary of Greek

  • χλῆδον — χλῆδος slime masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλέος — ὁ, Α χλῆδος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλῆδος] …   Dictionary of Greek

  • глень — ж. влага, сок , диал., русск. цслав. глѣнъ φλέγμα слизь; вязкая жидкость , словен. glė̑n м. слизь, ил; понос у скота , чеш. hlen. слизь , слвц. hlien, польск. glan (стар. также glon) осадок, слизь , в. луж. hlen слизь, ил . Связано чередованием… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σπληδός — ἡ, Α σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τους τ. σποδός «τέφρα, στάχτη» και χλῆδος «συρφετός, φρυγανώδη χώματα, αποκαθάρματα». Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση τής λ. με το λατ.… …   Dictionary of Greek

  • χλευδόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «χύδην, σωρηδόν, πληθύοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτη παραμένει η σύνδεση τού τ. με τη λ. χλῆδος* «σωρός λίθων»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”