χθονο-τρεφής

χθονο-τρεφής

χθονο-τρεφής, ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοτρεφής — θεοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφει τους θεούς («θεοτρεφὴς ἀμβροσίη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής, χθονο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • τεκνοτρεφής — ές, Μ το ουδ. ως ουσ. το τεκνοτρεφές ανατροφή παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. χθονο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοτρεφής — ές, Μ αυτός που τρέφει τις ψυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. χθονο τρεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”