- χθονο-στιβής
χθονο-στιβής, ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Ggstz von οὐράνιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χθονο-στιβής, ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Ggstz von οὐράνιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek
θεοστιβής — θεοστιβής, ές (AM) αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδο στιβής, χθονο στιβής] … Dictionary of Greek
πλανοστιβής — ές, Α (για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (< πλανῶμαι) + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. νιφο στιβής, χθονο στιβής] … Dictionary of Greek