- χλανίσκος
χλανίσκος, ὁ, dim. von χλανίς, Pollux.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλανίσκος, ὁ, dim. von χλανίς, Pollux.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλανίσκος — ὁ, Α υποκορ. τ. τού χλανίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος). Ο τ. είναι μτγν. από τους άλλους τ. υποκορ.] … Dictionary of Greek
χλανίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία] … Dictionary of Greek
χλανισκίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς «είδος επενδύτη» + υποκορ. κατάλ. ισκ ίδιον (< υποκορ. καταλ. ίσκος + ίδιον)] … Dictionary of Greek