χλανίσκιον

χλανίσκιον

χλανίσκιον, τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χλανίσκιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλανίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • χλανισκιδίων — χλανίσκιον neut gen pl χλανισκίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλανίσκια — χλανίσκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλανίσκιον — κλανίσκιον, τὸ (Α) επιγρ. χλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίσκιον, με απώλεια τής δασύτητας, πιθ. κατ επίδραση τού κλανίον] …   Dictionary of Greek

  • παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”