- χοιρο-σφάγος
χοιρο-σφάγος, Schweine schlachtend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιρο-σφάγος, Schweine schlachtend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσφαγία — θεοσφαγία, ἡ (AM) η αναίμακτη σφαγή τού Χριστού κατά τη θεία λειτουργία για μετάληψη τού σώματος και τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. χοιρο σφάγος > χοιρο σφαγία] … Dictionary of Greek
μηλοσφάγος — μηλοσφάγος, ον (Α) αυτός που θυσιάζει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σφάγος (< θ. σφαγ , πρβλ. ἐ σφάγ ην παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. ταυρο σφάγος, χοιρο σφάγος] … Dictionary of Greek
ταυροσφάγος — ον, Α αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια τού οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» ημέρα θυσιών, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιρο σφάγος] … Dictionary of Greek
κτηνοσφαγία — κτηνοσφαγία, ἡ (Α) σφαγή κτηνών, ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεχνο σφαγία, χοιρο σφαγία] … Dictionary of Greek
λαγωσφαγία — λαγωσφαγία, ποιητ. τ. λαγωσφαγίη, ἡ (Α) σφαγή λαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία, χοιρο σφαγία) … Dictionary of Greek