- χοιρο-σφάκτης
χοιρο-σφάκτης, ὁ, = Vorigem. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιρο-σφάκτης, ὁ, = Vorigem. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμοσφάκτης — καλαμοσφάκτης, ὁ (Α) μτφ. αυτός που εξοντώνει, που κατατροπώνει με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + σφάκτης (< σφάκτης < σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης, χοιρο σφάκτης] … Dictionary of Greek