- χλωρίων
χλωρίων, ωνος, ὁ, ein ganz gelber od. gelbgrüner Vogel (Goldammer), Arist. H. A. 9, 13. 15. 22. Vgl. χλωρεύς u. χλωρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρίων, ωνος, ὁ, ein ganz gelber od. gelbgrüner Vogel (Goldammer), Arist. H. A. 9, 13. 15. 22. Vgl. χλωρεύς u. χλωρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρίων — χλωράω pres part act masc nom sg (epic doric ionic) χλωρέω pres part act masc nom sg (doric) χλωρίων golden oriole masc nom/voc sg χλωριάω to be greenish imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) χλωριάω to be greenish imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρίων — ωνος, ο, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων αρχ. κιτρινόχρωμο πουλί που μοιάζει με τον φλώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + επίθημα ίων (πρβλ. στρουθ ίων). Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ.… … Dictionary of Greek
χλωρίωνα — χλωρίων golden oriole masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρίωνι — χλωρίων golden oriole masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρίωνος — χλωρίων golden oriole masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GALBEA et GALBINA seu GALBULA — GALBEA, et GALBINA seu GALBULA avis est viridis aut lutei coloris, Graecis χλωρὶς et χλωρίων; unde mutuatâ voce Latini etiam chlorum dixêre. Glossa Graeo Lat. χλωρὸς ςτρουθὸς chlorus. Cuiusmodi avium lusibus delectatum esse Alexandrum Seu. Imp.… … Hofmann J. Lexicon universale
PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… … Hofmann J. Lexicon universale
φλώρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρωμαίος ιστορικός της εποχής του Αδριανού (117 – 138 μ.Χ.). Έγραψε σε δύο βιβλία την ιστορία των πολέμων της Ρώμης, από την εποχή των βασιλέων έως το κλείσιμο του ναού του Ιανού επί Αυγούστου (25 π.Χ.). Είναι κυρίως … Dictionary of Greek
χλωρίδα — I (chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε… … Dictionary of Greek
χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek