- χλωρίτης
χλωρίτης, ὁ, λίϑος, ein grasgrüner Stein, Plin. H. N. 37, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρίτης, ὁ, λίϑος, ein grasgrüner Stein, Plin. H. N. 37, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλωρίτης — ο, Ν (ορυκτ.) συνοπτική ονομασία ομάδας φυλλοπυριτικών ορυκτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorite (< χλωρ[ο] *) + κατάλ. ite (< ίτης*)] … Dictionary of Greek
δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… … Dictionary of Greek
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
λεπτοχλωρίτες — οι (ορυκτ.) υποομάδα τών ορυκτών τού χλωρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptochlorites < νεολατ. leptochlorites < lepto (< λεπτ[ο] *) + chlorites (< χλωρίτης < χλωρός)] … Dictionary of Greek
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
χλωριτικός — ή, ό, Ν [χλωρίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χλωρίτες 2. αυτός που περιέχει χλωρίτη 3. φρ. «χλωριτικός σχιστόλιθος» γεωλ. πέτρωμα τών κρυσταλλοσχιστωδών πετρωμάτων ή κρυσταλλοπαγών σχιστολίθων, που ανήκει στην ομάδα τού χλωρίτη … Dictionary of Greek
κεμμερερίτης — Ορυκτό, γνωστό και ως χρωμιούχος χλωρίτης με χημικό τύπο Mg5(Al,Cr)2Si3O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας εξάπλευρα σχήματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2 2,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό βάρος 2,64 g/cm3. Έχει βαθύ… … Dictionary of Greek