- χοροι-θαλής
χοροι-θαλής, ές, im Chore prangend, κοῦραι Antp. Sid. 23 (VI, 287).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοροι-θαλής, ές, im Chore prangend, κοῦραι Antp. Sid. 23 (VI, 287).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορομανής — ές, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοροιμανής Α μανιώδης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἐρωτο μανής, ενώ ο ποιητ. τ. χοροιμανής με α συνθετικό χοροῖ, τοπική τού χορός (πρβλ. χοροι θαλής) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
χοροιθαλής — ές, Α αυτός που διαπρέπει στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. ὀρει θαλής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής στο α συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών… … Dictionary of Greek