χοροι-μανής

χοροι-μανής

χοροι-μανής, ές, die Chöre, den Tanz leidenschaftlich liebend s. χορομανής, – Adv. χοροιμανέως, Maxim.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χορομανής — ές, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοροιμανής Α μανιώδης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἐρωτο μανής, ενώ ο ποιητ. τ. χοροιμανής με α συνθετικό χοροῖ, τοπική τού χορός (πρβλ. χοροι θαλής) για μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”