χορο-γράφος

χορο-γράφος

χορο-γράφος, I. d. bei Luc. Alex. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζιγκογραφώ — έω τσιγκογραφώ*, τυπώνω με τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφώ (< γράφος* < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ, χορο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • παράγραφος — η, ΝΑ, και παράγραφος, ή, Ν νεοελλ. 1. μικρό τμήμα τού γραπτού πεζού λόγου, ενδιάμεση ενότητα κειμένου που αποτελείται από περιόδους, έχει μια σχετική νοηματική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δομικά χαρακτηριστικά και σημειώνεται είτε με ένα λευκό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”