- χορο-τερπής
χορο-τερπής, ές, sich an Chören, Reigentänzen vergnügend, Nonn. D. 20, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χορο-τερπής, ές, sich an Chören, Reigentänzen vergnügend, Nonn. D. 20, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοσμοτερπής — κοσμοτερπής, ές (Μ) αυτός που ευχαριστεί τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + τερπής (< τέρπω), πρβλ. θυμο τερπής, χορο τερπής] … Dictionary of Greek
τυμπανοτερπής — ές, Α (ως προσωνυμία τής Ρέας) αυτή που τέρπεται με τους κρότους τύμπανου, με τις τυμπανοκρουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + τερπής (< τέρπομαι), πρβλ. χορο τερπής] … Dictionary of Greek
ψηφοτερπής — ές, Μ αυτός που τού αρέσουν τα ψηφιδωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + τερπής (< τέρπω), πρβλ. χορο τερπής] … Dictionary of Greek
ψυχοτερπής — ές, Μ αυτός που τέρπει, που ευφραίνει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + τερπής (< τέρπω), πρβλ. χορο τερπής] … Dictionary of Greek