- χηραμίς
χηραμίς, ίδος, ἡ, 1) = χηραμός, Hesych. – 2) eine breite, flache Muschelart, die zum Schöpfen u. Messen gebraucht wurde, vielleicht die Gienmuschel, χήμη, Hippocr. S. χηραμύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηραμίς, ίδος, ἡ, 1) = χηραμός, Hesych. – 2) eine breite, flache Muschelart, die zum Schöpfen u. Messen gebraucht wurde, vielleicht die Gienmuschel, χήμη, Hippocr. S. χηραμύς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηραμίς — ίδος, και χηραμύς, ύδος, ἡ, Α 1. είδος πλατιού κοχυλιού που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηραμίδες χηραμοί, τὰ κοίλα καὶ ἔχοντα κενώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή» + κατάλ. ις (πρβλ. φωλ ίς). Η λ. απαντά και με τη … Dictionary of Greek
χήμη — ἡ, Α 1. άνοιγμα σαν το στόμα που χασμουριέται 2. δίθυρο μαλάκιο 3. μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χη του ρ. χαίνω /χάσκω (για τον φωνηεντισμό βλ. λ. χάσκω) με κατάλ. μη, πρβλ. κώ μη, ῥύ μη (για τη σχέση τής λ. με το … Dictionary of Greek
χηράμβη — ἡ, Α 1. είδος κοχυλιού 2. χηραμβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» (πρβλ. χηραμίς/ ύς «είδος κοχυλιού») και εμφανίζει επίθημα μ βη, όπως και άλλα ον. ζώων (πρβλ. κόλυ μ β ος, σήρα μ β ος)] … Dictionary of Greek
χηραμύς — ύδος, ἡ, Α βλ. χηραμίς … Dictionary of Greek