χορδάριον

χορδάριον

χορδάριον, τό, dim. von χορδή, Alexis bei Ath. III, 95 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χορδάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • χορδαρίου — χορδάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδάρια — χορδάριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”