- χαλβανίς
χαλβανίς, ίδος, ἡ, ῥίζα, die Wurzel jener Doldenpflanze, Nic. Th. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλβανίς, ίδος, ἡ, ῥίζα, die Wurzel jener Doldenpflanze, Nic. Th. 568.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλβανίς — ίδος, ἡ, Α 1. (με σημ. επιθ.) αυτή που παράγει χαλβάνη («χαλβανὶς ῥίζα», Νίκ.) 2. (με σημ. ουσ.) το φυτό φερούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάνη «ρητίνη φυτού» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
χαλβανίδες — χαλβανίς of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλβανίδος — χαλβανίς of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)