- χαλκ-ώνητος
χαλκ-ώνητος, für Erz od. Geld gekauft, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκ-ώνητος, für Erz od. Geld gekauft, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκώνητος — ον, Α αυτός που έχει εξαγοραστεί με χάλκινα νομίσματα και, γενικά, με χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ώνητος (< ὠνητός < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἀργυρ ώνητος] … Dictionary of Greek