χαλκ-έγχης

χαλκ-έγχης

χαλκ-έγχης, ες, mit eherner Lanze, Eur. Troad. 143 Τρῶες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευεγχής — εὐεγχής, ές (Α) αυτός που έχει καλό δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εγχής (< έγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν εγχής, χαλκ εγχής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεγχής — ές, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσό δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + εγχής (< ἔγχος «δόρυ, ξίφος»), πρβλ. χαλκ εγχής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεγχής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινη λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. κεραυν εγχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”