χαλκ-έντερος

χαλκ-έντερος

χαλκ-έντερος, mit ehernen Eingeweiden, übertr., als Beiw. des Grammatikers Didymus, von unermüdlicher Geduld u. Arbeitsamkeit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκέντερος — η, ο / χαλκέντερος, ον, ΝΜΑ μτφ. ακούραστος, εξαιρετικά ανθεκτικός, εργατικός και παραγωγικός, σαν να έχει χάλκινα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + έντερος (< ἔντερον), πρβλ. δυσ έντερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”