- χαλκο-βαρής
χαλκο-βαρής, ές, schwer von Erz od. Kupfer, ehern; ἰός Il. 15, 465 Od. 21, 423; δόρυ Od. 11, 532; σάλπιγξ Nonn. D. 10, 391; κρόταλον Ant. Th. 70 (IX, 603).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-βαρής, ές, schwer von Erz od. Kupfer, ehern; ἰός Il. 15, 465 Od. 21, 423; δόρυ Od. 11, 532; σάλπιγξ Nonn. D. 10, 391; κρόταλον Ant. Th. 70 (IX, 603).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκοβαρής — ές, ΜΑ, θηλ. και χαλκοβάρεια Α κατεργασμένος από βαρύ χαλκό («δόρυ χαλκοβαρές», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. οἰνο βαρής] … Dictionary of Greek