- χαλκο-γένειος
χαλκο-γένειος, = Folgdm, ἔμβολα, Philp. 30 (VI, 236).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκο-γένειος, = Folgdm, ἔμβολα, Philp. 30 (VI, 236).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειογένειος — λειογένειος, ον (Α) αγένειος, αμούστακος, με απαλό χνούδι στο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + γένειον (πρβλ. χαλκο γένειος)] … Dictionary of Greek