χαλκο-πώλης

χαλκο-πώλης

χαλκο-πώλης, , Erz- oder Kupferhändler, Poll. 7, 196.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπώλης — ο, ΝΜΑ αυτός που εμπορεύεται χαλκό και, ιδίως, αυτός που πουλά χάλκινα αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”