χαλκο-πώγων

χαλκο-πώγων

χαλκο-πώγων, ωνος, ὁ, Kupferbart, Rothbart, Ahenobarbus, Plut. Aem. Paull. 35.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευρυπώγων — εὐρυπώγων, ωνος, ὁ (Μ) αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πώγων (< πώγων), πρβλ. τραγο πώγων, χαλκο πώγων] …   Dictionary of Greek

  • κακοπώγων — κακοπώγων, ὁ (Α) πάπ. αυτός που έχει κακό πώγωνα, αραιή γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πώγων (< πώγων), πρβλ. ματαιο πώγων, χαλκο πώγων] …   Dictionary of Greek

  • σφηνοπώγων — ωνος, ὁ, Α αυτός που έχει πηγούνι ή γένι το οποίο απολήγει σε οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, ηνός «σφήνα» + πώγων (πρβλ. χαλκο πώγων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”