χαλκ-ανθές, έος, τό, wie von χαλκανϑής, = χαλκάνϑη; Strabo 3, 4,15; Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυλλανθές — τὸ, Α ονομασία φυτού με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ανθές, ουδ. τού ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χαλκ ανθές, χρυσ ανθές] … Dictionary of Greek
χαλκανθές — τὸ, Α το χάλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ανθές, ουδ. τού ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο ανθής] … Dictionary of Greek