χαλιδο-φόρος

χαλιδο-φόρος

χαλιδο-φόρος, = ἀκρατοφόρος, Inscr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλιδοφόρος — ὁ, ἡ, Α (για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, ιος «άκρατος οίνος» + φόρος*, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. *χαλιδο , που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”