- χαλκεο-θώραξ
χαλκεο-θώραξ, ᾱκος, ep. u. ion. χαλκεοϑώρηξ, ηκος, mit ehernem Brustpanzer, Il. 4, 448. 8, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεο-θώραξ, ᾱκος, ep. u. ion. χαλκεοϑώρηξ, ηκος, mit ehernem Brustpanzer, Il. 4, 448. 8, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεοθώραξ — και χαλκοθώραξ, ακος, και ιων. τ. χαλκεοθώρηξ, ηκος, ὁ, Α αυτός που φορά χάλκινο θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + θώραξ (πρβλ. ἀργυρο θώραξ)] … Dictionary of Greek