χαλκεο-θέμεθλος

χαλκεο-θέμεθλος

χαλκεο-θέμεθλος, mit eherner Grundlage, Tzetz. Hom. 372.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλιθέμεθλος — καλλιθέμεθλος, ον (Α) αυτός που έχει καλά θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θέμεθλος (< θέμεθλον «θεμέλιο»), πρβλ. υψι θέμεθλος, χαλκεο θέμεθλος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοθέμεθλος — και χαλκεοθέμεθλος, ον, Μ αυτός που έχει χάλκινα θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + θέμεθλον «βάση, έδρα, θεμέλιο» (πρβλ. καλλι θέμεθλος, ὑψι θέμεθλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”