χαλκό-δετος

χαλκό-δετος

χαλκό-δετος, mit Erz od. Kupfer gebunden, befestigt, in Erz gefaßt; σάκη Aesch. Spt. 145; κοτύλαι frg. 51 bei Ath. 479 b; αὐλαί Soph. Ant. 936; ἔμβολα Eur. Phoen. 115; πέδη Mel. 52 (V, 179).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολυβδόδετος — και μολιβδόδετος, ον (Α) δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσό δετος, χαλκό δετος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόδετος — η, ο / χρυσόδετος, ον, ΝΜΑ 1. δεμένος με χρυσό 2. στολισμένος με χρυσό νεοελλ. (ειδικά) 1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια 2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδετος — η, ο / σιδηρόδετος, ον, ΝΜΑ σιδερόδετος μσν. σιδηροδέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό δετος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”