- χαλκό-γενυς
χαλκό-γενυς, υ, mit ehernen, kupfernen Backen, ἄγκυρα Pind. P. 4, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκό-γενυς, υ, mit ehernen, kupfernen Backen, ἄγκυρα Pind. P. 4, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρόγενυς — μακρόγενυς, υ (Α) αυτός που έχει μακριά σαγόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γένυς «γενειάδα» (πρβλ. οξύ γενυς, χαλκό γενυς)] … Dictionary of Greek
μικρόγενυς — μικρόγενυς, υ (Α) αυτός που έχει μικρές σιαγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γένυς «πιγούνι, σιαγόνα» (πρβλ. μακρό γενυς, χαλκό γενυς)] … Dictionary of Greek
οξύγενυς — ὀξύγενυς, ένυος, ὁ (Α) η οξεία, μυτερή άκρη τού πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γένυς, υος (πρβλ. χαλκό γενυς)] … Dictionary of Greek