- χαλκό-κτυπος
χαλκό-κτυπος, = χαλκόκροτος, κύμβαλα Diog. bei Ath. XIV, 636 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκό-κτυπος, = χαλκόκροτος, κύμβαλα Diog. bei Ath. XIV, 636 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόκτυπος — ἰσόκτυπος, ον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ηχεί κάποιος άλλος, αυτός που κτυπά εξίσου ισχυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτυπος, (< κτύπος) πρβλ. ετερό κτυπος, χαλκό κτυπος] … Dictionary of Greek
οπλόκτυπος — ὁπλόκτυπος, ον (Α) (σχετικά με γη) αυτός που χτυπιέται, που αντηχεί από τις οπλές τών αλόγων («ἔτι δὲ γᾱς ἐμᾱς πεδί ὁπλόκτυπ ὠτὶ χρίμπτει βοάν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλή + κτύπος (πρβλ. χαλκό κτυπος)] … Dictionary of Greek
χαλκόκροτος — ον, Α 1. χαλκόηχος («χαλκοκρότων ἵππων κτύπος», Αριστοφ.) 2. κατασκευασμένος από χαλκό 3. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος λόγω τών κυμβάλων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές της 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… … Dictionary of Greek