χαλκό-κροτος

χαλκό-κροτος

χαλκό-κροτος, 1) mit od. von Erz od. Kupfer tönend, vom Zusammenschlagen eherner Waffen oder kupferner Instrumente ertönend, umtönt; Δημήτηρ Pind. I. 6, 3; ἵπποι, Rosse, deren mit Erz beschlagene Hufe stampfend ertönen, mit ehernem Hufschlage, Ar. Equ. 554. – 2) aus Erz oder Kupfer geschlagen, geschmiedet, φάσγανον Eur. Phoen. 1570.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κωδωνόκροτος — κωδωνόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί σαν να είχε κουδούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + κροτος (πρβλ. φιλό κροτος, χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγάκροτος — μεγάκροτος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλο κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρότος (πρβλ. ιππό κροτος, χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκροτος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που αγαπά τον κρότο, τον θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρότος (πρβλ. χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκροτος — ον, Μ αυτός που κροτεί από τον χρυσό που έχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κρότος (πρβλ. χαλκό κροτος)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόκροτος — ον, Α 1. χαλκόηχος («χαλκοκρότων ἵππων κτύπος», Αριστοφ.) 2. κατασκευασμένος από χαλκό 3. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος λόγω τών κυμβάλων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές της 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”