- χαλκό-τευκτος
χαλκό-τευκτος, aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇϑρα Eur. I. T. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκό-τευκτος, aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇϑρα Eur. I. T. 99.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φηγότευκτος — ον, Α (ποιητ. τ.) κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek
χειρότευκτος — ον, ΜΑ κατασκευασμένος με το χέρι, χειροποίητος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ χειρότευκτον η χειρουργική επέμβαση, η εγχείρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek
χρυσότευκτος — ον, ΜΑ, και χρυσεότευκτος Α κατασκευασμένος από χρυσό (α. «χρυσότευκτα ξόανα», Δαμασκ. β. «χρυσότευκτα γράμματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + τευκτος (< τευκτός < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek
σιδηρότευκτος — η, ο / σιδηρότευκτος, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από σίδηρο, σιδηροπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χαλκό τευκτος] … Dictionary of Greek
χαλκότευκτος — και χαλκεότευκτος, ον, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό τευκτος, χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek