- χαλκωμάτιον
χαλκωμάτιον, τό, dim. von χάλκωμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκωμάτιον, τό, dim. von χάλκωμα, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκωμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκωμάτιον — τὸ, Α [χάλκωμα, ώματος] μικρό χάλκινο σκεύος … Dictionary of Greek