χαλκ-ωρύχος

χαλκ-ωρύχος

χαλκ-ωρύχος, Kupfer grabend, Schol. Lycophr. 484.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκωρύχος — ο, ΝΜ εργάτης χαλκωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • χαλκωρυχείο — το / χαλκωρυχεῖον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. χαλκορυχείο Ν, και χαλκωρύχιον Α ορυχείο, μεταλλείο χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρυχεῖον (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρυχεῖον] …   Dictionary of Greek

  • χαλκωρυχώ — έω, Α εργάζομαι σε χαλκωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρυχῶ (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρυχῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”