χαμαί-ζηλος

χαμαί-ζηλος

χαμαί-ζηλος, adv. χαμαιζήλως, die Erde od. den Boden suchend; am Boden wachsend, φυτά, im Ggstz von δένδρα, Arist. H. A. 6, 1; κόνυζα Nic. Th. 70; – übh. niedrig, ὁ χαμαίζηλος, sc. δίφρος, ein niedriger Stuhl, Plat. Phaed. 89 b; ϑῶκος Ach. Tat. 1, 2; von Menschen, Luc. pro imagg. 13; – übertr., niedrigen, gemeinen Dingen nachgehend, niedrigen Neigungen ergeben, von niedriger Gesinnung, Isocr. ep. 10, 3; Phot.; – auch von niedrigem Stande; – τὸ χαμαίζηλον, eine Pflanze, viburnum genista, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • θεόζηλος — θεόζηλος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με θείο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζηλος (< ζήλος), πρβλ. αντί ζηλος, χαμαί ζηλος] …   Dictionary of Greek

  • Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”