- χαμαί-κοιτος
χαμαί-κοιτος, = χαμαικοίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαί-κοιτος, = χαμαικοίτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθροκοιτώ — λαθροκοιτῶ, έω (Μ) συνευρίσκομαι κρυφά και παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. παρα κοιτώ, χαμαι κοιτώ] … Dictionary of Greek