- χαμαί-συρτος
χαμαί-συρτος, auf dem Boden hingezogen, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαί-συρτος, auf dem Boden hingezogen, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιόσυρτος — κοιλιόσυρτος, ὁ (Μ) αυτός που σέρνεται με την κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + συρτος (< συρτός < σύρω), πρβλ. αγά συρτος, χαμαί συρτος] … Dictionary of Greek
πάνσυρτος — ον, Α αυτός που σύρει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + συρτός (< σύρω), πρβλ. παλίσ συρτος, χαμαί συρτος] … Dictionary of Greek