- χαμαί-στρωτος
χαμαί-στρωτος, auf der Erde gelagert, hingestreckt, νέκυς poet. bei Ath. XI, 460 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμαί-στρωτος, auf der Erde gelagert, hingestreckt, νέκυς poet. bei Ath. XI, 460 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… … Dictionary of Greek