- χαμ-εύνης
χαμ-εύνης, ὁ, der auf dem Boden schläft, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμ-εύνης, ὁ, der auf dem Boden schläft, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρευνία — και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ευνία (< εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ ευνία] … Dictionary of Greek