- χαμ-εύνη
χαμ-εύνη, ἡ, Lager auf der Erde, Streu; Aesch. Ag. 1521; Eur. Rhes. 9; Theocr. 13, 32; sp. D., wie Paul. Sil. 51 (VI, 65); – Bettgestell, Ar. Av. 820.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμ-εύνη, ἡ, Lager auf der Erde, Streu; Aesch. Ag. 1521; Eur. Rhes. 9; Theocr. 13, 32; sp. D., wie Paul. Sil. 51 (VI, 65); – Bettgestell, Ar. Av. 820.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
σκληρευνία — και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ευνία (< εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμ ευνία] … Dictionary of Greek
χαμεύνη — και χαμαιεύνη και δ. τ. χάμευνα και δωρ. τ. χαμεύνα, ἡ, Α 1. στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής 2. (γενικά) κλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + εὐνή «κρεβάτι, κλίνη»] … Dictionary of Greek