χελλών

χελλών

χελλών, ῶνος, ὁ, eine Fischart, Ath. VII, 306 c, S. χειλών.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χελλών — και χελμών και χειλών και χελών, ώνος, ὁ, Α είδος ψαριού με μακρύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χελλών έχει σχηματιστεί από το θ. χελ τού χεῖλος*, με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. μυ ών). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • χειλών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χελλών …   Dictionary of Greek

  • χελλαρίης — ὁ, Α το ψάρι ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελλ τού χελλών «είδος ψαριού» + κατάλ. αρίᾱς (< κατάλ. αρος + ίας*), πιθ. κατά τα καλλ αρίας, καρχαρίας] …   Dictionary of Greek

  • χελμών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χελλών …   Dictionary of Greek

  • χελών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χελλών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”