- χελλαρίης
χελλαρίης, ὁ, ein Meerfisch, gew. μύλλος, Ath. III, 118 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελλαρίης, ὁ, ein Meerfisch, gew. μύλλος, Ath. III, 118 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χελλαρίης — ὁ, Α το ψάρι ονίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελλ τού χελλών «είδος ψαριού» + κατάλ. αρίᾱς (< κατάλ. αρος + ίας*), πιθ. κατά τα καλλ αρίας, καρχαρίας] … Dictionary of Greek
χελλαρίην — χελλαρίης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χελλαρίας — χελλαρίᾱς , χελλαρίης masc acc pl χελλαρίᾱς , χελλαρίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)