- χιονόεις
χιονόεις, εσσα, εν, poet. statt χιόνεος, schneeig, Nic. Al. 512.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονόεις, εσσα, εν, poet. statt χιόνεος, schneeig, Nic. Al. 512.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονόεις — εσσα, εν, Α χιονώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
χιονόεσσαν — χιονόεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek