- χιονό-κτυπος
χιονό-κτυπος, schneegepeitscht, vom Schnee umstöbert, Soph. Ai. 681.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιονό-κτυπος, schneegepeitscht, vom Schnee umstöbert, Soph. Ai. 681.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκεόκτυπος — ον, Α (για μάχη ή πόλεμο) αυτός κατά τον οποίο ακούγεται ή παράγεται θόρυβος από τη σύγκρουση χάλκινων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἁρματό κτυπος, χιονό κτυπος] … Dictionary of Greek
χαλκόκτυπος — ον, Α χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. χιονό κτυπος] … Dictionary of Greek